Οι εγχύσεις ουσιών (περιαρθρικές ή αρθρικές) αποτελούν μια χρήσιμη θεραπευτική επιλογή στην αντιμετώπιση των μυοσκελετικών παθήσεων. Είτε αφορούν φαρμακευτικές ουσίες (π.χ. κορτιζόνη, υαλουρονικό, τοπικό αναισθητικό), είτε άλλους παράγοντες (διαλύματα γλυκόζης, πλάσμα πλούσιο σε αιμοπετάλια), οι θεραπευτικές εγχύσεις παίζουν σημαντικό ρολό σε ένα θεραπευτικό πλάνο διαχείρισης του πόνου και αποκατάστασης της λειτουργικότητας.
Δύο διαφορετικοί τρόποι έγχυσης
Παραδοσιακά οι εγχύσεις πραγματοποιούνται από τους ιατρούς με τη ψηλάφηση χαρακτηριστικών ανατομικών περιοχών του ανθρώπινου σώματος, έτσι ώστε να τοποθετήσουν τη βελόνη στο επιθυμητό σημείο. Τα τελευταία χρόνια όμως, η χρήση του υπέρηχου στη διάγνωση και θεραπεία των μυοσκελετικών παθήσεων έχει αλλάξει τα δεδομένα. Με τον υπέρηχο ο ιατρός έχει την δυνατότητα να βλέπει συνεχώς τη βελόνη, να εντοπίζει το σημείο της έγχυσης, να αποφεύγει ευαίσθητους ιστούς (αγγεία, νεύρα) και να κατευθύνει με ασφάλεια και ακρίβεια τη βελόνη στον στόχο.
Ποιες εγχύσεις έχουν μεγαλύτερη ακρίβεια; Οι υπερηχογραφικά κατευθυνόμενες ή αυτές που γίνονται με τη βοήθεια ανατομικών σημείων;
Το ερώτημα αυτό έχει απαντηθεί εδώ και μια δεκαετία. Όλες οι συγκριτικές μελέτες δείχνουν ότι οι εγχύσεις με τη χρήση υπέρηχου υπερτερούν κατά πολύ σε ακρίβεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μελέτη των Cunnington et al (2010). Σε αυτή πραγματοποιήθηκαν συνολικά 184 εγχύσεις κορτιζόνης και μιας μικρής ποσότητας σκιαγραφικού σε αρθρώσεις ασθενών, που έπασχαν από ρευματοειδή αρθρίτιδα (40 εγχύσεις στην άρθρωση του ώμου, 22 στον αγκώνα, 30 στην πηχεοκαρπική, 68 στο γόνατο και 24 εγχύσεις στη ποδοκνημική άρθρωση). Οι μισές εγχύσεις (92) εφαρμοστήκαν με τη χρήση υπέρηχου από ειδικευόμενο ιατρό με λιγοστή εμπειρία, ενώ οι άλλες μισές εγχύσεις πραγματοποιήθηκαν από ειδικό ιατρό με 10ετη εμπειρία, ο όποιος χρησιμοποίησε οδηγά σημεία. Ο έλεγχος της ακρίβειας έγινε με ακτινογραφία μετά την έγχυση Τα αποτελέσματα ήταν διαφωτιστικά. Αναφέρουμε τα ποσοστά επιτυχίας σε κάθε άρθρωση. Προηγούνται αυτά των υπερηχογραφικά κατευθυνόμενων εγχύσεων και ακολουθούν αυτά των τυφλών εγχύσεων.
- Άρθρωση του ώμου 63% έναντι 40%
- Άρθρωση του αγκώνα 91% έναντι 64%
- Πηχεοκαρπική άρθρωση 80% έναντι 75%
- Άρθρωση του γόνατος 91% έναντι 82%
- Ποδοκνημική άρθρωση 85% έναντι 58%
Τα συνολικά ποσοστά επιτυχίας ήταν 83% έναντι 66%. Ουσιαστικά η μία στις τρεις εγχύσεις με την κλασική μέθοδο της ψηλάφησης ανατομικών οδηγών σημείων ήταν άστοχη. Επομένως οι εγχύσεις με την βοήθεια του υπέρηχου είναι ασύγκριτα ακριβέστερες.
Μεγαλύτερη ακρίβεια σημαίνει και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα;
Το ερώτημα αυτό είναι το πλέον ουσιώδες, διότι το μέγιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα μιας πράξης είναι το ζητούμενο. Βέβαια η αποτελεσματικότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και κυρίως από το είδος του ενέσιμου διαλύματος και την υποκείμενη πάθηση. Μελέτες που συγκρίνουν την αποτελεσματικότητα των δύο τεχνικών, όταν γίνεται έγχυση τις ίδιας ουσίας για συγκεκριμένη πάθηση δεν υπάρχουν πολλές στη διεθνή βιβλιογραφία. Όμως η πλειονότητα αυτών καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι υπερηχογραφικά κατευθυνόμενες εγχύσεις έχουν καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα. Επιπλέον οι έρευνες δείχνουν ότι η παρουσία του υπέρηχου κατά τη διάρκεια της έγχυσης κάνει την διαδικασία λιγότερο επώδυνη και καλύτερα ανεκτή από τον ασθενή.
Όπως άλλωστε επίσημα δηλώνει και η Αμερικανική Αθλητιατρική Εταιρεία (AMSSM), οι υπερηχογραφικά κατευθυνόμενες εγχύσεις υπερτερούν των απλών εγχύσεων τόσο σε ακρίβεια όσο και σε αποτελεσματικότητα. Άρα οποιαδήποτε μορφή τοπικής ενέσιμης θεραπείας εφαρμοστεί για την θεραπεία ενός μυοσκελετικού προβλήματος, προτιμήστε να συνοδεύεται από υπέρηχο. Είναι σίγουρο ότι θα είναι πιο ακριβής, θα έχει καλύτερο αποτέλεσμα και πιθανότατα θα είναι λιγότερο επώδυνη.